- τετιημένος
- τετίημαιto be sorrowfulperf part mp masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λιλαίομαι — (Α) 1. επιθυμώ κάτι πάρα πολύ, ποθώ (α. «ὀλοοῑο λιλαιόμενοι πολέμοιο», Ομ. Ιλ. β. «φόωσδε τάχιστα λιλαίεο», Ομ. Οδ.) 2. επιθυμώ να είμαι ή να κάνω κάτι («λιλαιομένη πόσιν εἶναι», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *las «θρασύς, λαίμαργος … Dictionary of Greek
τετίημαι — Α (επικ. παρακμ. χωρίς ενεστ.) 1. είμαι λυπημένος («τετιημένος ἦτορ» θλιμμένος στην καρδιά του, Ομ. Ιλ.) 2. (η μτχ. ενεργ. παρακμ. με την ίδια σημ.) φρ. «τετιηότι θυμῷ» με θλιμμένη καρδιά, με περίλυπη ψυχή. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία… … Dictionary of Greek